- ἐξεσκευάσθη
- ἐκσκευάζωdisfurnish of tools and implementsaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσκευάζω — ἐκσκευάζω (Α) 1. απογυμνώνω από τα σκεύη και τα εργαλεία («ἡ γεωργία ἐξεσκευάσθη», Δημ.) 2. διαρπάζω, λεηλατώ 3. μεσ. μεταφέρω, διακομίζω … Dictionary of Greek